τιμάξιος

Revision as of 12:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A worthy of honour: Sup. -ώτατος, as a title, POxy. 943.9 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιοσέβαστος
2. (κυρίως το αρσ. του υπερθ. βαθμού) τιμαξιώτατος
τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + ἄξιος.