τριοδία

Revision as of 13:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A meeting of three roads, Lat. trivium, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριοδία: ἡ, μέρος ἔνθα τρεῖς ὁδοὶ συναντῶνται, Λατ. trivium, ἴδε τριόδιον.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τρίοδος
η συμβολή τριών οδών, το σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, τρίστρατο.