τρίοδος

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,
A = τριοδία, a meeting of three roads, Thgn.911, Pi.P. 11.38 (where the pl. [cj.] is used for the sg., cf. Mosch.1.2, Epigr.Gr. 841 (Thrace), IG3.1418.2); τροχήλατος σχιστῆς κελεύθου τρίοδος A. Fr.173, cf. E.Supp.1212, Pherecr.130.3 (anap., pl.), Ar.Fr.204 (pl.), Pl.Grg.524a, etc.
2 [Ἑκάτη] ναίουσ' ἱερὰς τ. S.Fr.535 (anap.); ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theoc.2.36; the τρίοδοι were frequented by fortune-tellers and loungers, Thphr.Char.16.5,14, Aristid.Or.22 (19).10; φαρμακοπώλης ἐκτριόδου Gal.9.823; ἐκτῆς τ. ἰατροί Id.10.786: hence οἷα ἐκ τριόδου, i.e. vulgar, Luc.Hist.Conscr.16, etc.; λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων D.C. 46.4; of certain women, τρίοδοί τινες . . ἐγένοντο Clearch.25 (τριοδίτιδες cj. Lobeck).
3 prov. also of persons in doubt, ἐν τριόδῳ δ' ἕστηκα Thgn.l.c.; στὰς... καθάπερ ἐν τριόδῳ γενόμενος Pl.Lg.799c; ἐν τ. εἰμί Zen.3.78, etc.
4 a measure in Egypt, μέτρῳ τῷ καλουμένῳ BGU920.21 (ii A. D.).
5 'trivium', Simp.in Cael.131.28.
6 metaph., τὰς συμφωνούσας ἁρμονίας τ. Ion Eleg.3.2.
II perhaps = τετραοδία, Chrysipp. ap. S.E.P.1.69 (cf. Stoic.2.206).

German (Pape)

[Seite 1145] ἡ, = τριοδία, Dreiweg; Pind. P. 11, 38; Theogn.; Aesch. frg. 161; Eur. Suppl. 1211; Plat. Gorg. 524 a u. öfter, u. Folgde; ἐκ τριόδου, vom Dreiwege, aus dem gemeinen Leben, Luc. Peregr. 3 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. p. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
place commune où trois routes aboutissent, carrefour ; lieu de réunion des oisifs, des charlatans ; ἐκ τριόδου LUC du carrefour, càd trivial, commun.
Étymologie: τρεῖς ὁδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίοδος -ου, ἡ [τρι -, ὁδός] driesprong; overdr. οἷα ἐκ τριόδου als van de straat, alledaags; spreekw.: ἐν τριόδῳ γενόμενος op een driesprong (d.w.z. in verwarring) geraakt Plat. Lg. 799c.

Russian (Dvoretsky)

τρίοδος: (ῐ) ἡ распутье трех дорог, перекресток Pind., Trag., Arph., Plat.: ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr. = Ἑκάτη; ὥσπερ ἐν τριόδῳ γενόμενος Plat. словно оказавшись на распутье; ἐκ τριόδου Luc. на (всех) перекрестках; οἷα ἐκ τριόδου Luc. (выражения), которые слышатся на перекрестках, т. е. вульгаризмы.

English (Slater)

τρῐοδος crossroad ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδο̄ν ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (P. 11.38)

Spanish

encrucijada

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
η συμβολή τριών οδών, το σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, το τρίστρατο (α. «τριγυρίζει στις τριόδους» β. «τροχήλατος σχιστής κελεύθου τρίοδος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. ηλεκτρονική λυχνία με τρία ηλεκτρόδια
2. φρ. α) «άνθρωπος τών τριόδων» — αργόσχολος και πρόστυχος άνθρωπος
β) «φήμες τών τριόδων» — αδέσποτες και ανεύθυνες φήμες
αρχ.
1. μονάδα μέτρησης στην Αίγυπτο
2. φρ. α) «ἐν τριόδῳ ἕστηκαγίγνομαι]» — βρίσκομαι σε δίλημμα, δεν ξέρω τί να κάνω (Θεόγν.)
β) «οἷος ἐκ τριόδου» — άνθρωπος τιποτένιος
(Λουκιαν.)
γ) «λοιδορίαι ἐκ τριόδων» — πρόστυχα, χοντρά πειράγματα (Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὁδός (πρβλ. δίοδος)].

Greek Monotonic

τρίοδος: ἡ,
1. μέρος όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, Λατ. trivium, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.
2. η Εκάτη, Λατ. Trivia, ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι, σε Θεόκρ.· οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. χυδαίος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίοδος: ἡ, = τριοδία, μέρος ἔνθα τρεῖς ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 (ἔνθα ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· τροχήλατος σχιστῆς κελεύθου τρίοδος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ Ἑκάτη ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ (ὅθεν Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - ἐντεῦθεν οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. χυδαῖος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. τριοδίτης, -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ ἕστηκα Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· στάς..., ὥσπερ ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ εἰμὶ Παροιμιογράφοι.

Middle Liddell

τρί-οδος, ἡ,
1. a meeting of three roads, Lat. trivium, Theogn., Eur., etc.
2. Hecate, Lat. Trivia, ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr.; οἷος ἐκ τριόδου i. e. vulgar, Luc.

English (Woodhouse)

meeting place of three roads, place where three roads meet

Léxico de magia

encrucijada lugar con poder mágico κατάθου αὐτὸ εἰς τρίοδον escóndelo en una encrucijada P IV 2955 ἐλθὼν δὲ ἐπὶ τὸν τόπον παρὰ ποταμόν, θάλασσαν ἢ τριόδου νυκτὸς μέσης ve a un lugar junto a un río, al mar o a una encrucijada a media noche P XIa 4 λαβὼν ὄστρακον ἀπὸ τριόδου τρίγωνον, ... γράφε ζμυρνομελανίῳ toma un trozo de cerámica triangular de una encrucijada y escribe con tinta de mirra P XXXVI 255 λέγε ἐπὶ τριόδου καὶ στραφεὶς φεῦγε dilo en una encrucijada y, dándote la vuelta, huye P LXX 16 asociada a Hécate-Selene τριόδων μεδέεις τρισσῶν δεκάδων τε ἀνάσσεις te cuidas de las encrucijadas y reinas sobre las tres décadas P IV 2830 P IV 2527