τροφεύς

Revision as of 13:31, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who brings up, foster-father, S.Ph.344, E.El.16, Ph.45, Theophil. 1; tutor, βασιλέως OGI148.2 (Cyprus, ii B. C.), 256.1 (Delos, ii B. C.), cf. Sammelb.1568.1 (ii B. C.), Gal.14.664, M.Ant.5.31; of a woman, nurse, A.Ch.760 (στροφεύς codd.). 2 in S.Aj.863, Ajax addresses the plains and fountains of Troy, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί ye who have fed me, or with whom I have lived; so τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Antipho4.1.2. 3 rearer, breeder, ἵππων Pl.Lg.735b; ἅρματος τ. one who keeps a chariot, ib.834b; πάσης κακίας one who fosters all wickedness, Id.R.580a. 4 one who gives free meals to the people, IGRom.3.89 (Amastris, i A. D.), 4.1680 (Pergam.). 5 personal attendant, slave, Aristid.Or.49(25).3,15, 20, 50(26).103.

Greek (Liddell-Scott)

τροφεύς: έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς πατήρ, «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ τροφός, Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. τροφός, κναφεύς. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, αὐτόθι 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 celui qui nourrit, celui qui élève, qui prend soin;
2 nourrisseur, éleveur (de chevaux, etc.).
Étymologie: τρέφω.

Spanish

sustentador, que cría, que alimenta

Greek Monotonic

τροφεύς: -έως, ὁ (τροφή), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, θετός πατέρας, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για γυναίκα, τροφός, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί, εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας τροφεύς, αυτός που περιθάλπει κάθε κακία, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφεύς -έως, ὁ [τρέφω] verzorger; f. voedster; overdr.: πάσης κακίας τροφεύς verzorger van elke vorm van slechtheid Plat. Resp. 580a.

Russian (Dvoretsky)

τροφεύς: έως ὁ
1) кормилец, воспитатель Trag.;
2) держатель: τ. ἵππων Plat. разводящий лошадей; τ. ἅρματος Plat. владелец колесницы;
3) зачинщик, виновник (πάσης κακίας Plat.).

Middle Liddell

τροφεύς, έως, ὁ, τροφή
one who rears or brings up, a foster-father, Soph., Eur.; of a woman, a nurse, Aesch.:—metaph. of the plains and fountains of Troy, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί ye who reared me, Soph.; πάσης κακίας τρ. one who fosters all wickedness, Plat.