τό, = A palumbina, Gloss.
το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α φάσσα / φάττα1. υποκορ. του φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.)2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.).