φάττος

Revision as of 13:46, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. φάσσα.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, bildet Luc. Soloec. 7 als masc. zu φάσσα, um περιστερός zu tadeln.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αρσ. τ. του φάττα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φάττα / φάσσα με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].

Russian (Dvoretsky)

φάττος: ὁ голубь (Luc. - как «лжеаттическое» слово).