φάττος
English (LSJ)
A v. φάσσα.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, bildet Luc. Soloec. 7 als masc. zu φάσσα, um περιστερός zu tadeln.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αρσ. τ. του φάττα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φάττα / φάσσα με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].
Russian (Dvoretsky)
φάττος: ὁ голубь (Luc. - как «лжеаттическое» слово).