φθειριάω
English (LSJ)
A to be lousy, D.L.5.5: esp. have the morbus pedicularis, Com. A desp.280, Archig. ap. Gal. 12.463, Plu.Sull.36; τοῖς ἐκ νόσου φθειριῶσι Dsc.1.37; of bees, Gp. 15.2.13; of oxen, ib.17.29; also φθειριῶσα ἄμπελος Str.7.5.8.
German (Pape)
[Seite 1270] Läuse, u. bes. die Läusekrankheit haben, Plut. adv. stoic. 11 Sull. 36.
Greek (Liddell-Scott)
φθειριάω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι πλήρης φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, πάσχω ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être atteint de la maladie pédiculaire.
Étymologie: φθείρ.
Greek Monotonic
φθειριάω: μέλ. -άσω, έχω morbus pedicularis, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φθειριάω:
1) быть покрытым вшами, завшиветь Diog. L.;
2) страдать фтириазом Plut.
Middle Liddell
φθειριάω, fut. -άσω
to have morbus pedicularis, Plut.