φιλοτάραχος

Revision as of 14:09, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[τᾰ], ον, A tumultuous, φ. χρῆμα ὁ δῆμος Men.Prot.p.66 D.

Greek (Liddell-Scott)

φιλοτάρᾰχος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, θορυβώδης, φιλοτάραχον χρῆμαδῆμος Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλοτάραχος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι ταραχές
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τάραχος (< ταραχή), πρβλ. πολυ-τάραχος.