φερέμηλος
English (LSJ)
English (Slater)
φερέμηλος, -ον
1 producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί-μηλος].