φιλόμαστος

Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A loving the breast, of young animals, A.Ag.142 (lyr.), 719 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] die Mutterbrust liebend, saugend, Aesch. Ag. 140. 701, von Thieren.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μαστούς, ἐπὶ τῶν νεογνῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142, 720.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime encore la mamelle en parl. d’animaux.
Étymologie: φίλος, μαστός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που του αρέσει ο θηλασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μαστός (πρβλ. γυναικό-μαστος)].

Greek Monotonic

φῐλόμαστος: -ον, αυτός που αγαπά το στήθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμαστος: тянущийся к материнским сосцам (δρόσοι λεόντων Aesch.).

Middle Liddell

φῐλό-μαστος, ον,
loving the breast, Aesch.