θηλασμός

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλασμός Medium diacritics: θηλασμός Low diacritics: θηλασμός Capitals: ΘΗΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: thēlasmós Transliteration B: thēlasmos Transliteration C: thilasmos Beta Code: qhlasmo/s

English (LSJ)

ὁ, giving suck, suckling, Plu.Rom.4, Aem.14.

German (Pape)

[Seite 1207] ὁ, das Saugen, Plut. Rom. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de téter.
Étymologie: θηλάζω.

Russian (Dvoretsky)

θηλασμός:сосание (τῶν βρεφῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλασμός: ὁ, τὸ θηλάζειν, «βύζαγμα», Πλούτ. Ρωμ. 4, Αἰμιλ. 14.

Greek Monolingual

ο (Α θηλασμός) θηλάζω
(για μητέρα ή μαστοφόρο ζώο και για νεογνό) η γαλούχηση, η γαλουχία, το βύζασμα.

Greek Monotonic

θηλασμός: ὁ, βύζαγμα, θηλασμός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

θηλασμός, ὁ,
a giving suck, suckling, Plut.