θηλασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, giving suck, suckling, Plu.Rom.4, Aem.14.
German (Pape)
[Seite 1207] ὁ, das Saugen, Plut. Rom. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de téter.
Étymologie: θηλάζω.
Russian (Dvoretsky)
θηλασμός: ὁ сосание (τῶν βρεφῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλασμός: ὁ, τὸ θηλάζειν, «βύζαγμα», Πλούτ. Ρωμ. 4, Αἰμιλ. 14.
Greek Monolingual
ο (Α θηλασμός) θηλάζω
(για μητέρα ή μαστοφόρο ζώο και για νεογνό) η γαλούχηση, η γαλουχία, το βύζασμα.
Greek Monotonic
θηλασμός: ὁ, βύζαγμα, θηλασμός, σε Πλούτ.