φλυκταινοειδής

Revision as of 14:18, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A blister like, Hp.Mul.2.116.

German (Pape)

[Seite 1293] ές, blasenartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλυκταινοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φλύκταιναν, Ἱππ. 641. 12· -ώδης, ες, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 251, Ἡσύχ. ἐν τῇ λέξει πεμφιδώδεες πυρετοί.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά φλύκταινας, που μοιάζει με φλύκταινα, φλυκταινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύκταινα + -ειδής].