A terrify, scare, Delph.3(2).129 (i B. C.).
ΝΑ φόβοςπροξενώ φόβονεοελλ.1. προξενώ ανησυχία2. απειλώ, φοβερίζω («νομίζεις ότι μέ φοβίζεις ουρλιάζοντας;»).