σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
terrify, scare, Delph.3(2).129 (i B. C.).
ΝΑ φόβος
προξενώ φόβο
νεοελλ.
1. προξενώ ανησυχία
2. απειλώ, φοβερίζω («νομίζεις ότι μέ φοβίζεις ουρλιάζοντας;»).