άδος, ἡ, A = ἐρυσίβη, Theognost.Can.25.
-άδος, ἡ, ΜΑμύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. γυμν-άς, νωθρ-άς)].