φυλακεία

Revision as of 14:31, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A guard, protection, Poet.de herb.181, Gloss.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ταινία, με την οποία δένεται κάτι για να προφυλαχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φυλακεύω].