χρύσινος

Revision as of 15:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῡ], η, ον, late form of χρύσεος, λυχνεῖα χ. Cumont A Fouilles de Doura-Europos 372 No.13: as Subst., χρύσινος, ὁ, = χρυσοῦς 1.3, Alciphr.3.3, al., IG7.26 (Megara, v/vi A. D.), Lyd.Mag.3.27, al., Olymp.Hist.p.462D.

German (Pape)

[Seite 1380] spätere u. seltenere Form statt χρύσεος, ὁ χρ. Alciphr. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσῐνος: μεταγεν. τύπος τοῦ χρύσεος, Ἀλκίφρων 3. 3. κ. ἀλλ.· χρυσικός, παρ᾿ Εὐσεβ. ἐν Εὑαγγ. Προπ. 447D.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, ΜΑ
1. χρυσός
2. το αρσ. ως ουσ.χρύσινος
χρυσό νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. χάλκ-ινος)].

Russian (Dvoretsky)

χρύσῐνος: (ῡ) ὁ золотая монета Diod.