χρυσόζυγος

Revision as of 15:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with yoke of gold, h.Hom.31.15, X.Cyr.8.3.12.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenem Joche; H. h. 31, 15; Xen. Cyr. 8, 3,12.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόζῠγος: -ον, ὁ ἔχων ζυγὸν ἐκ χρυσοῦ, χρυσόζυγον ἅρμα καὶ ἵππους Ὕμν. Ὁμ. 31. 15, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au joug d’or.
Étymologie: χρυσός, ζυγόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ζυγό από χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγόν / ζυγός), πρβλ. ἰσό-ζυγος].

Greek Monotonic

χρῡσόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει ζυγό από χρυσό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόζῠγος: с золотым или с золоченым ярмом (ἅρμα HH, Xen.).

Middle Liddell

χρῡσό-ζῠγος, ον, ζυγόν
with yoke of gold, Xen.