χρυσοφάεννος

Revision as of 15:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = sq., A πτέρυγες Anacr.25.

German (Pape)

[Seite 1382] ον, = Folgdm, Luc. Herc. 8, aus Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφάεννος: [ᾰ], -ον, = τῷ ἑπομ., χρυσοφαέννων πτερύγων Ἀνακρ. 24. (23).

Greek Monolingual

-ον, Α
ο χρυσοφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φαεννός, αιολ. τ. του φαεινός.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφάεννος: сияющий как золото, золотистый (πτέρυγες Anacr.).