φαεννός
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
v. φαεινός.
German (Pape)
[Seite 1250] poet., bes. lyr. Form statt φαεινός; Ἀώς Pind. N. 6, 54; ἄστρον Ol. 1, 6; αἰθήρ 7, 67; θυσίαι I. 4, 30; ἀρεταί N. 7, 51; ἡμέρα Soph. Ai. 843, vgl. 389; u. öfter Eur.
Russian (Dvoretsky)
φᾰεννός: дор. = φαεινός.
Greek (Liddell-Scott)
φαεννός: -ή, -όν, ἰσοδύναμος τύπος τῷ φαεινός, ὃ ἴδε· φαενὸς δι’ ἑνὸς ν, τῆς φαενῆς ἀρετῆς Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 118D.
English (Slater)
φᾰεννός (-ός, -όν; -ᾶς, -άν, -αῖς; -όν acc., voc.) brilliant, bright μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐς ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6) φαεννὸν ἐν αἰθέρα (O. 7.67) ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) (N. 4.49) φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (N. 6.52) φαεννὸς αἰθήρ (Pae. 3.17) ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον (Αἴγινα sc.) (Pae. 6.126) met., φαενναῖς ἀρεταῖς (N. 7.51) θυσίαισι φαενναῖς (I. 5.30) ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. of the voice, clear, φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
Greek Monolingual
-όν, Α
(δωρ. και αττ. τ.) βλ. φαεινός.