φαεινός
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
φαεινή, φαεινόν (so always in Ep.), Aeol., Trag. (even in dialogue, E.Ph.84, al.) and Lyr. φᾰεννός, Att. φᾱνός (q.v.):—poet. Adj.,
A shining, radiant, πῦρ Il.5.215; σελήνη 8.555; Ἠώς Od.4.188; ὄσσε Il.13.3; χαλκός 12.151; κασσίτερος 23.561; ὀρείχαλκος, χρυσός, Hes.Sc.122,142; κρητήρ Il.3.247, al.; δόρυ 4.496; ἀσπίς, σάκος, 3.357, 8.272; πήληξ 13.805; θώρηξ φαεινότερος πυρὸς αὐγῆς 18.610; ὅπλα E.Andr.1146; μάστιξ Il.10.500; θύραι Od.6.19; of bright colours, ζωστὴρ φοίνικι φαεινός Il.6.219, cf. 15.538; φ. πεπλος, τάπης, 5.315, 10.156; φ. πλόκαμοι bright, glossy, 14.176; εἶδος, of the stars, Sapph.3.2; ἄστρον Pi.O.1.6, cf. E.Cyc.353, al.; ἔρεβος ὦ φαεννότατον ὡς ἐμοί darkness bright as the day to me, S.Aj.395 (lyr.); of the Dawn, AP5.227 (Paul. Sil.).
2 of the voice, clear, distinct, far-sounding, Pi.P.4.283.
3 splendid, brilliant, ἀρεταί, θυσίαι, Id.N.7.51, I.5(4).30; κρηπὶς ἐλευθερίας Id.Fr.77.—Very rare in Prose, ἐν τοῖς φαεινοῖς χρόνοις, of clear nights, Aen.Tact.25.2; Φάεννος is pr. n. at Rhodes, Chron.Lind. B.34.
German (Pape)
[Seite 1249] leuchtend, glänzend, strahlend, von Etwas, τινί; oft bei Hom. von glänzendem, blankem Metall, κρητήρ, Il. 3, 247 Od. 15, 121, χαλκός Il. 12, 151, u. oft σάκος, δόρυ, περόνη, θύραι; von hellen Farben, ζωστῆρα φοίνικι φαεινόν 6, 219, vgl. 15, 538; von Teppichen u. Kleidern, πέπλος 5, 315, τάπης 10, 156; auch ὄσσε φαεινώ, 13, 3. 14, 236 u. öfter; πῦρ 5, 215; auch vom Monde, 8, 555, u. von der Eos, Od. 4, 188; ἀστέρες Eur. Cycl. 352; φαεινὰς οὐρανοῦ πτύχας Phoen. 84; vgl. ἐν φαειναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς Ion 1516; einzeln bei Sp., auch in Prosa, wie Luc. dom. 7. – Compar. φαεινότερος, Il. 18, 610. Vgl. φαάντερος, φαάντατος u. φαεννός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
brillant, éclatant : ζωστὴρ φοίνικι φαεινός IL baudrier brillant de pourpre;
Cp. φαεινότερος.
Étymologie: p. *φαεσνός, de φάος.
Russian (Dvoretsky)
φᾰεινός: дор. φᾰεννός 3
1 сияющий, блистающий, яркий (πῦρ, Ἠώς, σελήνη, χαλκός, ἀσπίς, πέπλος, ὄμμα, πλόκαμοι Hom.; ἄστρον, νᾶσος Pind.; οὐρανοῦ πτύχες Eur.);
2 ясный, внятный, громкий (ὄψ Pind.);
3 блистательный, славный (ἀρεταί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φαεινός: -ή, -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. φαεννός, ἴδε ἐν τέλ.· (ἴδε φάω)· - ποιητ. ἐπίθ., λάμπων, ἀκτινοβόλος, λαμπρός, πῦρ Ἰλ. Ε. 215· σελήνη Θ. 555· Ἠὼς Ὀδ. Δ. 188· ὄσσε, ὄμμα Ἰλ. Ν. 3, 7· συχνάκις ἐπὶ ἐστιλβωμένου μετάλλου ἢ ἐπὶ πραγμάτων ἐκ μετάλλου ἢ διὰ μετάλλου κεκοσμημένων, χαλκὸς Μ. 151· κασσίτερος Ψ. 561· ὀρείχαλκος, χρυσὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122, 142· κρητὴρ Ἰλ. Γ. 247, κ. ἀλλ.: δόρυ Δ. 496· ἀσπίς, σάκος Γ. 357, Θ. 272· πήληξ Ν. 805· θώρηξ φαεινότερος πυρὸς αὐγῆς Σ. 610· ― ὡσαύτως, φ. μάστιξ Κ. 500· θύραι Ὀδ. Ζ. 19· ἐπὶ λαμπρῶν χρωμάτων, ζωστὴρ φοίνικι φαεινὸς Ἰλ. Ζ. 219, πρβλ. 538· φ. πέπλος, τάπης Ε. 315· Κ. 156· φ. πλόκαμοι, στιλπνοί, Ξ. 176· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ἴδε ἐν τέλ.· ἐπὶ γυναικός, Ἀνθ. Παλατ. 5. 228. 2) ἀκολούθως καὶ ὡς ἰσοδύναμον τῷ λαμπρός, ἐπὶ τῆς φωνῆς, καθαρός, εὐκρινής, εὔηχος, Πινδ. Π. 4. 505. 3) καθόλου, λαμπρός, ἔξοχος, ἀρεταί, θυσίαι ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 75, κλπ. ― Ὁ Πινδ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ τύπου φαεννὸς (ὡς κλεεννὸς ἀντὶ κλεινός), καὶ οὗτος εἶναι ὁ μόνος τύπος ὁ ἐν χρήσει παρὰ τῷ Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ (παρ’ Αἰσχύλῳ δὲν ἀπαντᾷ ἡ λέξις) ἐν ἰαμβικοῖς χωρίοις, ἴδε Valk. εἰς Εὐριπ. Φοιν. 84, Ellendt Λεξικ. Σοφ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 106.
English (Autenrieth)
(root φαϝ), comp. φαεινότερος: bright, brilliant, radiant.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φαεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α
1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.)
2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα»)
νεοελλ.
φρ. «ηλίου φαεινότερον» — λέγεται για κάτι που είναι ολοφάνερο
αρχ.
1. στιλπνός («χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε φαεινούς», Ανθ. Παλ)
2. (για φωνή) εύηχος, ευκρινής
3. (στον τ. φανός) α) (για ένδυμα) πλυμένος, καθαρός
β) εύθυμος, χαρούμενος
γ) προφανής, πρόδηλος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φανόν- φωτεινή ατμόσφαιρα, λαμπρότητα.
επίρρ...
φανῶς Α
με καθαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαεινός (< φαFεσ-νος) έχει σχηματιστεί από το θ. φαFεσ- του σιγμόληκτου φάος (βλ. λ. φως) + επίθημα -νος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -σν- και αντέκταση (πρβλ. ἀλγεινός < αλγεσ-νος, ὀρεινός < ορεσ-νος)].
Greek Monotonic
φᾰεινός: Δωρ. και Αττ. φᾰεννός, -ή, -όν (φάω)·
1. λαμπερός, λαμπρός, ακτινοβόλος, σε Όμηρ., Πίνδ., Τραγ.
2. λέγεται για τη φωνή, καθαρή, ευκρινής, εύηχη, σε Πίνδ.
3. γενικά, έξοχος, ιδιοφυής, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φαεινός, δοριξ ανδ Att. φαεννόσος, η, ον [φάω]
1. shining, beaming, radiant, Hom., Pind., Trag.
2. of the voice, clear, distinct, far-sounding, Pind.
3. generally, splendid, brilliant, Pind.
Mantoulidis Etymological
καί ἀττ. φαενός (=λαμπρός). Ἀπό ρίζα φαϝ τοῦ φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.