ἀγαθουργέω

Revision as of 16:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἀγαθ-ουργία, ἀγαθ-ουργός, A v. ἀγαθοεργ-.

German (Pape)

[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθουργέω: -ουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργ-.

English (Abbott-Smith)

Greek Monotonic

ἀγαθουργέω: ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, συνηρ. από το ἀγαθοεργ-.