ἀγκυλοχείλης
English (LSJ)
ον, ὁ, (χεῖλος) A with hooked beak, αἰετός Od.19.538, AP6.229 (Crin.); αἰγυπιοί Il.16.428, Hes.Sc.405, Batr. 294. (Perh. -χήλης shd. always be read.)
German (Pape)
[Seite 15] ὁ, krummschnabelig, Geier u. Adler, Hom.; Hes. Sc. 405 (vgl. Ar. Eq. 204). Bei Crinag. 5 (VI, 229) kann ἀγκυλόχειλος nur der gen. sein, wenn die Lesart richtig.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλοχείλης) -ου
1 de pico corvo αἰγυπιοί Il.16.428, Od.22.302, αἰετός Od.19.538, AP 6.229 (Crin.).
2 de cangrejos de curvas pinzas, Batr.294 (cf. ἀγκυλοχήλης).
Greek Monotonic
ἀγκῠλοχείλης: -ου, ὁ (χεῖλος), αυτός που έχει κυρτό ράμφος, γαμψή μύτη· αἰετός, σε Ομήρ. Οδ.· αἰγυπιοί, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλοχείλης: с крючковатым клювом (αἰετός, αἰγυπιοί Hom., Hes., Anth.).