ἀζαίνω

Revision as of 16:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(ἄζὠ A dry, parchup, aor. subj.ἀζήνη, -ήνησι Nic.Th.205, and v.l. in 368:—Pass., ἀζαίνεται (as v.l. for αὐαίνεται) ib.339: aor. ἀζάνθη Hsch.

German (Pape)

[Seite 43] austrocknen, Σείριος ὕδωρ Nic. Th. 367; pass., χείλη ἀζαίνεται ὑπὸ δίψης 339, vgl. ἀζάνομαι u. καταζαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀζαίνω: (ἄζω) ξηραίνω˙ καταξηραίνω˙ ἀόρ. ὑποτακτ. ἀζήνῃ -ήνῃσι, Νικ. Θ. 205, 368. (ὁ Schneid. ἀναγινώσκει καὶ αὐαιν- κατὰ Κώδ. ΙΙ.). Παθ. ἀζαίνεται, (Schneid. αὐαίνεται), αὐτόθι 339˙ πρβλ. ἀζάνω, καταζαίνω.

French (Bailly abrégé)

dessécher.
Étymologie: ἄζα.

Spanish (DGE)

secar, desecar εἰσόκε λάχνην Σείριος ἀζήνῃ Nic.Th.205, ἀζάνθη· ἐξηράνθη Hsch.

• Etimología: Cf. ἄζα.