καταζαίνω

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζαίνω Medium diacritics: καταζαίνω Low diacritics: καταζαίνω Capitals: ΚΑΤΑΖΑΙΝΩ
Transliteration A: katazaínō Transliteration B: katazainō Transliteration C: katazaino Beta Code: katazai/nw

English (LSJ)

make dry, parch up, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Ion. aor. 1) Od.11.587.

German (Pape)

[Seite 1348] ganz austrocknen, ausdörren, eintrocknen lassen; γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων Od. 11, 586; VLL. erkl. κατεξήρανεν.

French (Bailly abrégé)

ao. itér. καταζηνάσκον;
faire sécher entièrement.
Étymologie: κατά, ἄζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αζαίνω, Ion. aor. καταζήνασκε, geheel droogmaken:. καταζήνασκε δὲ δαίμων maar een godheid liet het steeds weer droogvallen Od. 11.587.

Russian (Dvoretsky)

καταζαίνω: (эп. aor. iter. καταζήνασκον) иссушать (sc. γαῖαν Hom.).

English (Autenrieth)

aor. iter. καταζήνασκε: make dry, dry up, Od. 11.587†.

Greek Monolingual

καταζαίνω (Α)
στεγνώνω, ξηραίνω, αποξηραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀξαίνω «ξηραίνω»].

Greek Monotonic

καταζαίνω: καταξηραίνω, στεγνώνω, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Ιων. αόρ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταζαίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ξηρόν, καταξηραίνω, στεγνώνω, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Ἰων. ἀόρ. α’), Ὀδ. Λ. 587.

Middle Liddell

to make quite dry, parch quite up, καταζήνασκε δὲ δαίμων (ionic aor1), Od.