ἀκατάχρηστος
English (LSJ)
ον, A unused, Eust.812.52, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάχρηστος: -ον, ἄχρηστος, ὃν δὲν μετεχειρίσθη τις, Εὐστ. 812. 52.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
ἀκατάχρηστος, -ον (Μ) καταχρῶμαι
άχρηστος ή αμεταχείριστος.
ον, A unused, Eust.812.52, Gloss.
ἀκατάχρηστος: -ον, ἄχρηστος, ὃν δὲν μετεχειρίσθη τις, Εὐστ. 812. 52.
ἀκατάχρηστος, -ον (Μ) καταχρῶμαι
άχρηστος ή αμεταχείριστος.