ἀκρίβεια

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβεια Medium diacritics: ἀκρίβεια Low diacritics: ακρίβεια Capitals: ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Transliteration A: akríbeia Transliteration B: akribeia Transliteration C: akriveia Beta Code: a)kri/beia

English (LSJ)

ἡ,
A exactness, precision, Hp.VM 12, Th.1.22, etc.; τῶν πραχθέντων Antipho 4.3.1, cf. Lys.17.6:—freq. with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας = with minuteness or with precision, Pl.Tht.184c, Ti.23d, etc.; διὰ πάσης ἀ. Lg.876c; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Grg.487c; εἰς ἀ. Arist.Pol.1331a2; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Pl.Lg.769d, cf. Arist.Resp.478b1:—ἡ ἀκρίβεια τοῦ ναυτικοῦ its efficiency, rigid discipline, Th.7.13; ἀκρίβεια νόμων strictness, severity, Isoc.7.40; περὶ τὸ διάφορον strictness in money matters Plb. 31 27.11: pl., niceties, Pl.R.504e, Is. 7.16.
2 parsimony, frugality, Plu.Per.16; ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι is scarce, Pl.Lg.844b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκριβείη Hp.VM 12
I 1rigor, exactitud de una ciencia, Hp.VM 12, Vict.3.67, Pl.Euthd.288a, τῆς τέχνης ref. un actor trágico FD 1.551.29 (II d.C.), τῶν φθόγγων Arist.Aud.801b2, τῶν λεχθέντων ref. a los discursos insertos en su historia, Th.1.22, τῶν πραχθέντων verdad exacta Antipho 4.3.1
información exacta, PCair.Zen.446.15 (III a.C.), de una cuenta de dinero POxy.2725.5 (I d.C.), cf. Epicur.Ep.[2] 78.5
esp. en locuciones adv. con precisión διά c. gen. Pl.Lg.876c, Arist.APr.24b14, ἐπ' ἀκριβείας Thphr.Fr.96, ἐν ἀκριβείᾳ Aesop.306.5, εἰς τὴν ἀκρίβειαν Pl.Grg.487c, cf. Arist.Pol.1331a2, μετὰ πάσης ἀκριβείας UPZ 110.46 (II a.C.), πρὸς ἀκρίβειαν Pl.Lg.769d.
2 rigor, severidad, acción de ceñirse a la letra ἀ. νόμου Gorg.B 6, νόμων Isoc.7.40, τῶν δικαστηρίων D.C.56.40.4, περὶ τὸ διάφορον severidad en cuestiones de dinero Plb.31.27.11
celo εἰς τὰ χρηστά X.Ath.1.5
eficiencia τοῦ ναυτικοῦ Th.7.13.
II 1escasez ὕδατος Pl.Lg.844b
tacañería πατρός Plu.Per.16.
2 plu. sutilezas Pl.R.504e, Is.7.16.

German (Pape)

[Seite 81] ἡ, Genauigkeit, Sorgfalt u. Gründlichkeit in allem Thun, z. B. μαθήματος Plat. Legg. VII, 809 a; τῆς κατασκευῆς Xen. Oec. 8, 17; εἰς τὰ χρηστά, Eifer für das Gute, Xen. Ath. 1, 5; bes. von den Wissenschaften u. den Studien, λόγων Euthyd. 288 a; πονηρὰ λόγων ἀκρ., übertriebene Spitzfindigkeit, Antiph. III γ 3; von dem Rechte, τοιαύτας ἀκριβείας ἔχει τὰ δίκαια Is. 7, 17; τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν τηρεῖν Pol. 32, 13; τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καθαρὸν τοῦ πολιτεύματος Plut. Them. 4, wo es strenge Zucht ist, wie schon Thuc. τὴν ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ ἀφῃρῆσθαι 7, 13 sagt. Auch die genaue Wahrheit, τὴν τῶν πραχθέντων ἀκρίβειαν μαθεῖν Antiph. IV γ 1; ε ἰβουλοίμην τὴν ἀκρ. γράφειν Dion. H. 1, 23; Genauigleit, Sparsamkeit, Pol. 32, 13, 11; Plut. Per. 16, 36; ἐὰν τὸ ὕδωρ δι' ἀκριβείας ᾖ Plat. Legg. VIII, 844 b, wenn es knapp, dürftig ist. – Als adverb. Ausdrücke bemerke man: δι' ἀκριβείας, sorgfältig, Plat. oft, z. B. Tim. 23 d; διὰ πάσης ἀκρ. Arist. A. H. 1, 5; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Gorg. 487 c; Arist. Pol. 7, 11; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Legg. VI, 769 d; νόμοι μετὰ πλείστης ἀκριβείας κείμενοι, mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze, Isocr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exactitude, soin minutieux ; ἀκρίβεια τοῦ ναυτικοῦ THC exacte discipline dans la flotte ; ἀκρίβεια νόμων ISOCR rigueur des lois;
2 économie rigide;
NT: discipline en strict accord avec la rigueur de la loi Mosaïque.
Étymologie: ἀκριβής.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρίβεια: (ρῑ) ἡ
1 точный смысл (τῶν λεχθέντων Thuc.);
2 строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность (λόγων Plat.): τὴν ἀκρίβειαν Lys., δι᾽ ἀκριβείας, εἰς (τὴν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τὴν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ᾽ ἀκριβείας Isocr. точно, тщательно, основательно;
3 полная исправность, безукоризненность (τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.);
4 тж. pl. мелочность, педантизм (τῶν νόμων Isocr., Polyb.);
5 расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.);
6 недостаток, нехватка (ὕδωρ δι᾽ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.);
7 рвение, усердие (εἴς τι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρίβεια: [κρῑ], ἡ, ἀκρίβεια, λεπτομέρεια, ἡ μετὰ προσοχῆς ἐκτέλεσις οἱασδήποτε πράξεως, αὐστηρότης περὶ τὴν κατάληψιν καὶ ἔκφρασιν, Θουκ. 1. 22, κτλ., τῶν πραχθέντων, Ἀντιφῶν 127, 12· πρβλ. Λυσ. 148, 38: - συχν. μετὰ προθέσ. ἐν ἐπιρρ. σημασίᾳ, δι’ ἀκριβείας, = ἀκριβῶς, μετὰ λεπτομερείας ἢ αὐστηρᾶς ἀληθείας, Πλάτ. Θεαίτ. 184C, Τίμ. 23D, κτλ., διὰ πάσης ἀκρ., ὁ ἀυτ. Νόμ. 876C· - εἰς τὴν ἀκρ. φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Γοργ. 487C· εἰς ἀκρίβειαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· - πρὸς τὴν ἀκρίβειαν, Πλάτ. Νόμ. 769D· πρὸς ἀκρ., Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 16: - ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ, ἡ καλὴ αὐτοῦ κατάστασις καὶ ἡ αὐστηρὰ πειθαρχία, Θουκ. 7. 13· ἀκρ. νόμων, αὐστηρότης, Ἰσοκρ. 147Ε, πρβλ. Ἰσαῖ. 65. 7: πληθ. λεπτολογίαι, Πλάτ. Πολ. 504Ε. 2) ἀκρίβεια, ἀλλὰ καὶ ἡ μέχρι μικρολογίας λεπτομέρεια καὶ ἀκρίβεια, Πολύβ. 32. 13, 11. 3) φειδωλία, λιτότης, Πλουτ. Περικλ. 16· ὕδωρ δι’ ἀκριβείας ἐστί τινι, εἶναι σπάνιον, Πλάτ. Νόμ. 844Β: - δὲν εὑρίσκεται σχεδὸν ἀλλαχοῦ εἰμὴ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ.

English (Strong)

from the same as ἀκριβέστατος; exactness: perfect manner.

English (Thayer)

(είας, ἡ (ἀκριβής), exactness, exactest care: κατά ἀκρίβειαν τοῦ νόμου in accordance fwith the strictness of the Mosaic law (cf. Isoc. areop., p. 147e.)). (From Thucydides down.)

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκρίβεια) ἀκριβής
1. λεπτολόγα και σχολαστική προσοχή σε πράξεις ή σε λόγους, ακροβολογία, πιστότητα, καθαρότητα, σαφήνεια
2. προσοχή στις λεπτομέρειες, λεπτολόγηση, επιμέλεια
3. οικονομία, τσιγκουνιά
«απ' την ακρίβεια του απέθανε»
(πρβλ.) «χαλεπῶς ἔφερε τὴν τοῦ πατρὸς ἀκρίβειαν γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν αὐτῷ χορηγοῦν τος» (Πλούτ. Περ. 36)
νεοελλ.
1. τέλεια απόδοση οργάνων, μηχανικών μέσων ή λειτουργιών που συντελούνται με αυτά, τελειότητα
2. (για φιλοσοφήματα) η ιδιότητα κάθε γνωστικού περιεχομένου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λογικής
3. φρ. «για την ακρίβεια», χάριν ακριβείας, για να μιλήσουμε καθαρά, με σαφήνεια
αρχ.
1. πληθ. οι λεπτομέρειες
2. φρ. «δι' ἀκριβείας» ή «πρὸς τὴν ἀκρίβειαν» — ακριβώς, με λεπτομέρειες, με ορθότητα, με αυστηρότητα
«ακρίβεια νόμων», η δικαιοσύνη, η αυστηρότητα τών νόμων
«η ακρίβεια του ναυτικού», η αυστηρή πειθαρχία του ναυτικού
«ἔστι τι δι' ἀκριβείας τινί», είναι κάτι σπάνιο, σπανίζει.
(II)
η
1. υψηλή τιμή πώλησης ενός πράγματος, ύψωση, άνοδος τών τιμών
2. εποχή ακρίβειας
3. η έλλειψη δημητριακών, η σιτοδεία ή γενικότερα η έλλειψη
4. παροιμ. «ο καιρός πουλεί τα λάχανα κι η ακρίβεια τ' αγοράζει» (για κάτι που είναι συνήθως φτηνό, αλλά γίνεται δαπανηρό λόγω της έλλειψης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκρίβεια. Η σημασιολ. διαφοροποίηση της λ. έκαμε ώστε να συνδεθεί εκ των υστέρων η λ. ακρίβεια στο αίσθημα τών ομιλητών της Ν. Ελληνικής με το επίθ. ακριβός, που προήλθε επίσης με σημασιολογική (και μορφολογική, κατάλ. -ὸς) διαφοροποίηση από το αρχικό επίθ. ἀκριβής. Η σημασιολ. διαφορά της λ. οδήγησε και στη φωνολογική (στην προφορά) διαφοροποίησή της με συνιζημένη προφορά του ει (ακρίβεια), που τήν διακρίνει από τον τ. ακρίβεια (Ι) «ακριβολογία, πιστότητα»].

Greek Monotonic

ἀκρίβειᾰ: [κρῑ], ἡ (ἀκρῑβής),
1. ακρίβεια, λεπτομέρεια, ακριβολογία, σε Θουκ. κ.λπ.· με προθέσεις με επίρρ. σημασία, δι' ἀκριβείας = ἀκριβῶς, με λεπτομέρεια ή ακριβολογία, σε Πλάτ.· ομοίως και, εἰς τὴν ἀκρ., πρὸς τὴν ἀκρ., στον ίδ.· ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ, η άριστή του κατάσταση, σε Θουκ.
2. φειδωλία, λιτότητα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀκριβής
1. exactness, minute accuracy, precision, Thuc., etc.; with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας, = ἀκριβῶς, with minuteness or precision, Plat.; so, εἰς τὴν ἀκρ., πρὸς τὴν ἀκρ. Plat.:— ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ its perfect condition, Thuc.
2. parsimony, frugality, Plut.

Chinese

原文音譯:¢kr⋯beia 阿克里卑阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:正確(性)
字義溯源:正確,嚴謹,嚴緊;源自(ἀκριβέστατος)=最正確;而 (ἀκριβέστατος)出自(ἄκρον)*=極度)
同源字:1) (ἀκρίβεια)正確 2) (ἀκριβέστατος)最正確 3) (ἀκριβῶς)更正確地 4) (ἀκριβόω)要正確 5) (ἀκριβῶς)正確地
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 嚴緊(1) 徒22:3

English (Woodhouse)

accuracy, exactitude, exactness, minuteness, preciseness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

diligenlia, care, diligence, 1.22.1, 7.13.3,
accurate, exactly, precisely, 1.22.2, 7.87.4.

Translations

precision

Bulgarian: точност; Catalan: precisió; Chinese Mandarin: 精度, 準確度, 准确度; Czech: přesnost; Dutch: precisie; Esperanto: precizeco; Finnish: täsmällisyys, tarkkuus; French: précision; German: Präzision, Genauigkeit; Ancient Greek: ἀκρίβεια; Icelandic: nákvæmni; Japanese: 精度, 正確性; Norwegian Bokmål: presisjon; Nynorsk: presisjon; Polish: dokładność; Portuguese: precisão; Romanian: precizie, exactitate; Russian: точность; Spanish: exactitud, precisión; Swedish: exakthet, precision; West Frisian: krektens or c

frugality

Armenian: տնտեսողություն, խնայողություն, չափավորություն; Bulgarian: пестеливост; Czech: skromnost, spořivost; Danish: nøjsomhed, beskedenhed, sparsommelighed; Dutch: zuinigheid, spaarzaamheid, frugaliteit, soberheid, matigheid; Finnish: säästäväisyys, nuukuus; French: frugalité; Georgian: მომჭირნეობა, დამზოგველობა, ეკონომიურობა, ზომიერება, მოკრძალებულობა, ყაირათი; German: Genügsamkeit, Einfachheit, Frugalität, Sparsamkeit; Greek: λιτότητα; Ancient Greek: φειδωλία; Irish: baileachas, cruinneas, spárálacht, tíosaíocht; Latin: parsimonia, frugalitas; Norwegian Bokmål: måtehold, sparsommelighet; Romanian: cumpătare, frugalitate; Russian: бережливость, экономность; Serbo-Croatian: štedljivost, skromnost, čuvarnost; Spanish: frugalidad; Turkish: tutumluluk

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik