ἀλεός
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεός: -όν, = ἀλεεινός, «διάπυρος» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. ἠλεός ΙΙ.
Spanish (DGE)
-όν v. ἠλεός
-όν
caliente en distintos grados de intensidad ἀλεόν· θερμόν. ἢ χλιαρόν Hsch., ἀλεός· διάπυρος Hsch.
Greek Monolingual
ἀλεός, -όν (Α) ἀλέα ΙΙ]
1. θερμός, χλιαρός, διάπυρος
2. ανόητος, μωρός.