A grind barley, Hippon.46.
(ἀλφῐτεύω) moler cebada hasta hacerla farro Hippon.38.2.
ἀλφιτεύω (Α)αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς.ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον].