ἀμόχθητος

Revision as of 17:42, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, -sq., Opp.C.1.456. Adv. A -τως Babr.9.2.

German (Pape)

[Seite 128] = folgdm, Eur. Archel. frg. 12; Opp. C. 1, 455; adv. ἀμοχθήτως, Babr. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόχθητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 456. - Ἐπίρρ. -τως Βαβρ. 9. 2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no trabajoso, que no cansa, δίαιτα Alc.61.12.
2 infatigable ὀπωπαί Opp.C.1.456.
II adv. -ως sin fatiga ὄψον ἐλπίσας ἀ. ... ἥξειν Babr.9.2, cf. 103.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόχθητος, -ον) μοχθῶ
αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος.

Greek Monotonic

ἀμόχθητος: -ον, = το επόμ.· επίρρ. -τως, σε Βάβρ.