ἀνακυΐσκω

Revision as of 18:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A impregnate again, Arist.HA573b18.

German (Pape)

[Seite 194] die Schwangerschaft vereiteln, Arist. H. A. 6, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακυΐσκω: ἔρχομαι πάλιν εἰς συνουσίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 19, 1.

Spanish (DGE)

1 quedar preñada τὰ δὲ πρόβατα ... ἐὰν δ' ὕδωρ ἐπιγένηται μετὰ τὴν ὀχείαν, ἀνακυΐσκει Arist.HA 573b18.
2 fig. en v. pas. fecundar en la fe de nuevo δι' ἐκείνων (los mártires) ... οἱ πλείους τῶν ἠρνημένων ... ἀνεκυΐσκοντο A.Mart.5.1.46.
3 ἀνακυΐσκειν· ἀναπηδᾶν Hsch.

Greek Monolingual

ἀνακυΐσκω (Α)
γονιμοποιώ πάλι
μέσ. εγκυμονώ πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κυΐσκω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀνακυΐσκω: coitum repetere Arst.