κυΐσκω
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
German (Pape)
[Seite 1525] nur praes. u. impf., schwanger machen, schwängern, Himer. – Gew. pass. praes. empfangen, schwanger, trächtig werden, bes. von Tieren; Her. 2, 93. 4, 30; Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 6, 18 u. öfter, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 tr. féconder ; Pass. être fécondée, concevoir;
2 intr. être fécondée, être ou devenir grosse.
Étymologie: κυέω.
Greek Monolingual
κυΐσκω (AM)
1. καθιστώ έγκυο
2. (ενεργ. και παθ.) κυοφορώ («αὐτὴ κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. (για φυτό) κυΐσκομαι
γονιμοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ «είμαι έγκυος» + επίθημα εναρκτικών ρ. -(ί)σκω (πρβλ. στερίσκω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυΐσκω [~ κύω, κυέω] act. en (meestal) med. zwanger worden:. ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι wanneer zij de drang krijgen om zich voort te planten Hdt. 2.93.1; ἔτι κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα nog in staat zwanger te worden en te baren Plat. Tht. 149b.