γονιμοποιώ

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

(-έω)
κάνω κάτι γόνιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γονιμοποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Μανούση].