ἀνενθύμητος

Revision as of 18:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).