ἀνθυπαλλαγή

Revision as of 18:58, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, Rhet., A substitution of one case for another, Demetr.Eloc.60, A.D.Synt.204.27, al.

German (Pape)

[Seite 235] ἡ, gegenseitige Vertauschung, πτώσεων, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπαλλαγή: ἡ, ἡ ἀνταλλαγή, Δημήτρ. Φαλ. 60.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
gram. sustitución de un caso gramatical por otro, Demetr.Eloc.60, ἀ. ἀριθμοῦ A.D.Synt.204.27.

Greek Monolingual

ἀνθυπαλλαγή, η (Α)
η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο).