αντικατάσταση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀντικατάστασις)
το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση
νεοελλ.
γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» — το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης
«εγκλιτική αντικατάσταση» σε όλες τις εγκλίσεις του ίδιου χρόνου
αρχ.
1. η αντίκρουση επιχειρημάτων
2. η αντίθεση, η εναντίωση.