ἀνοιδαίνω

Revision as of 19:08, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A blow up, inflate, Poll.4.179: aor. inf. ἀνοιδῆναι Q.S. 14.470. II intr., = ἀνοιδέω, Nic.Fr.68.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιδαίνω: φουσκώνω, ἐνεργ. κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, Πλωτῖν. 449D · μέσ. ἀόρ. ἀνοιδῆναι Κόϊντ. Σμ. Ξ. 470: - Παθ., ἐξογκοῦμαι, ἐπὶ τῶν μυώνων, Χρηστοδ. Ἔκφρ. 234. ΙΙ. ἀμετάβ., = ἀνοιδέω Νίκ. Παρ’ Ἀθην. 126C.

Spanish (DGE)

1 tr. hinchar de los vientos ἀνοιδῆναι τε θάλασσαν Q.S.14.470.
2 intr. hincharse τὸ ἀνοιδαῖνον συστεῖλαι Poll.4.179, ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον Nic.Fr.68.7, φῶτες ἀνοιδαίνοντες ὀλέθρῳ cuerpos que se hinchan con la muerte de ahogados, Nonn.D.6.279
tb. en v. med. ἀνοιδαίνοντο δὲ μαζοί Nonn.D.9.57.

Greek Monolingual

ἀνοιδαίνω (Α)
βλ. ανοιδώ.