ανοιδώ

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

ἀνοιδῶ (-έω) (Α)
1. εξογκώνομαι, φουσκώνω
«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῦμα... ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα)
2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οιδώ (-έω) «εξογκώνομαι, φουσκώνω».
ΠΑΡ. ανοίδησις].