ἀνταυγάζω

Revision as of 19:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = ἀνταυγέω, πρὸς ἥλιον Hld.1.2, cf. 9.14. II trans., expose to the light, illuminate, ἡλίῳ βίον ἀ. Ph.2.260.

German (Pape)

[Seite 245] den Schein zurückwerfen, zurückstrahlen, πρός τι Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταυγάζω: μέλλ. -άσω, = ἀνταυγέω, «λαμποβολῶ», τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης Ἡρόδ. 1. 2. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἡλίῳ καθαρῷ τὸν βίον ἀνταυγάσοντες Φίλων 2. 260.

Spanish (DGE)

1 abs. brillar χρυσοϋφοῦς δὲ τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης brillando su ropa bordada en oro ante los rayos del sol Hld.1.2.5.
2 c. ac. int. reflejar τῆς πανοπλίας οἰκεῖον σέλας ἀνταυγαζούσης Hld.9.14.1.
3 c. ac. compl. dir. iluminar fig. ἡλίῳ καθαρῷ τὸν ἴδιον βίον Ph.2.260.

Greek Monolingual

ἀνταυγάζω (AM)
1. λάμπω
2. συναγωνίζομαι κάποιον στη λάμψη.