ἀνταυγάζω

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταυγάζω Medium diacritics: ἀνταυγάζω Low diacritics: ανταυγάζω Capitals: ΑΝΤΑΥΓΑΖΩ
Transliteration A: antaugázō Transliteration B: antaugazō Transliteration C: antavgazo Beta Code: a)ntauga/zw

English (LSJ)

A = ἀνταυγέω, πρὸς ἥλιον Hld.1.2, cf. 9.14.
II trans., expose to the light, illuminate, ἡλίῳ βίον ἀ. Ph.2.260.

Spanish (DGE)

1 abs. brillar χρυσοϋφοῦς δὲ τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης brillando su ropa bordada en oro ante los rayos del sol Hld.1.2.5.
2 c. ac. int. reflejar τῆς πανοπλίας οἰκεῖον σέλας ἀνταυγαζούσης Hld.9.14.1.
3 c. ac. compl. dir. iluminar fig. ἡλίῳ καθαρῷ τὸν ἴδιον βίον Ph.2.260.

German (Pape)

[Seite 245] den Schein zurückwerfen, zurückstrahlen, πρός τι Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταυγάζω: μέλλ. -άσω, = ἀνταυγέω, «λαμποβολῶ», τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης Ἡρόδ. 1. 2. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἡλίῳ καθαρῷ τὸν βίον ἀνταυγάσοντες Φίλων 2. 260.

Greek Monolingual

ἀνταυγάζω (AM)
1. λάμπω
2. συναγωνίζομαι κάποιον στη λάμψη.