ἀντιπαρεκτείνομαι

Revision as of 19:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be reciprocally interpenetrated, τὰ ἀλλήλοις δι' ὁλων -όμενα Id.ib.154:—also Act., [αἱ ψυχαὶ] δι' ὅλων τῶν σωμάτων -ουσιν Id.ib. 153. 2 Act., extend in line with, τῷ τείχει τὸ ἱππικόν J.BJ3.7.24. 3 Pass., extend in the contrary direction, Iamb. in Nic. p.13P.

Greek Monolingual

ἀντιπαρεκτείνομαι (Α)
εκτείνομαι και διεισδύω αμοιβαία σε κάποιον ή κάτι άλλο.