ἀντιπαρεκτείνομαι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρεκτείνομαι Medium diacritics: ἀντιπαρεκτείνομαι Low diacritics: αντιπαρεκτείνομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΚΤΕΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: antiparekteínomai Transliteration B: antiparekteinomai Transliteration C: antiparekteinomai Beta Code: a)ntiparektei/nomai

English (LSJ)

A to be reciprocally interpenetrated, τὰ ἀλλήλοις δι' ὁλων -όμενα Id.ib.154:—also Act., [αἱ ψυχαὶ] δι' ὅλων τῶν σωμάτων -ουσιν Id.ib. 153.
2 Act., extend in line with, τῷ τείχει τὸ ἱππικόν J.BJ3.7.24.
3 Pass., extend in the contrary direction, Iamb. in Nic. p.13P.

Greek Monolingual

ἀντιπαρεκτείνομαι (Α)
εκτείνομαι και διεισδύω αμοιβαία σε κάποιον ή κάτι άλλο.