ἀπαράγραφος

Revision as of 20:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A incapable of definition, ποσότης Plb.16.12.10.

German (Pape)

[Seite 279] unbegrenzt, nicht zu bestimmen, ποσότης Pol. 16, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράγραφος: -ον, ἀπροσδιόριστος, ποσότης Πολύβ. 16. 12, 10.

Spanish (DGE)

-ον indefinible ποσότης Plb.16.12.10.

Greek Monolingual

ἀπαράγραφος, -ον (Α)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράγρᾰφος: не определенный, не поддающийся определению (ποσότης Polyb.).