απροσδιόριστος

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.