ακαθόριστος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ον καθορίζω
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, ασαφής, απροσδιόριστος.