ακαθόριστος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ον καθορίζω
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, ασαφής, απροσδιόριστος.