ἀπερικάλυπτος

Revision as of 20:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[κᾰ], ον, A uncovered, exposed, in Adv. -τως undisguisedly, Hld.8.5.

German (Pape)

[Seite 287] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, διότι ἐνδιατρίβει ὁ ἥλιος ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5.

Spanish (DGE)

-ον
1 desvelado, inocultable (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.CH M.3.329B.
2 adv. -ως abiertamente ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.CH M.3.144D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπερικάλυπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί γύρο γύρο
αρχ.
φανερός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερικάλυπτος: незакрытый, открытый (τόπος Arst.).