A sit down, Gloss.
[Seite 305] (s. ἕζομαι), sich niedersetzen?
ἀποκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθίζω (ἐγώ), κάθημαι, Γλωσσ.
sentarse, Gloss.2.237.