ἀπρόσμαχος

Revision as of 20:51, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A irresistible, S. Tr.1098; τινί Luc.Tox.48.

German (Pape)

[Seite 339] unüberwindlich, τέρας, der Cerberus, Soph. Tr. 1088; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμαχος: -ον, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, Σοφ. Τρ. 1098· τινὶ Λουκ. Τόξ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l’on ne peut combattre, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσμάχομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπρόσμᾰχος) -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar τέρας S.Tr.1098, θηρίου ὄψις Luc.Dom.22, σοφία Luc.Fug.10, εἶδος Orph.H.1.6, εὖχος Orph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
c. dat. τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖς Luc.Tox.48, ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ. Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέρος Polyaen.2.27.2.

Greek Monolingual

ἀπρόσμαχος, -ον (Α)
ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσμᾰχος: неодолимый, непобедимый (τέρας Soph.; φάλαγξ Plut.; ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Luc.).

Middle Liddell

προσμάχομαι
irresistible, Soph.

English (Woodhouse)

irresistable