ἀρίθμημα

Revision as of 21:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A reckoning, number, τῶν πάλων A.Eu.753; ἡμέρα ἀ. αἰώνιον Secund.Sent.4.

German (Pape)

[Seite 351] τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίθμημα: τό, ἀρίθμησις, τῶν πάλων Αἰσχύλ. Εὐμ. 753.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
compte.
Étymologie: ἀριθμέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
número τῶν πάλων A.Eu.753, cf. Eust.Op.317.40.

Greek Monolingual

το (Α ἀρίθμημα) αριθμώ
αρίθμηση.

Greek Monotonic

ἀρίθμημα: -ατος, τό, υπολογισμός, αριθμός, αρίθμηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίθμημα: ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.).

Middle Liddell

[from ἀριθμέω
a reckoning, number, Aesch.

English (Woodhouse)

number