ἀρσενογενής
English (LSJ)
ές, A male, γένος A.Supp.818 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 361] altatt. = ἀῤῥενογενής, u. so ä.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενογενής: -ές, ἄρρην, γένος Αἰσχύλ. Ἱκ. 818.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
ἀρσενογενής, -ές (Α)
ο ανδρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -γενής < γένος].
Russian (Dvoretsky)
ἀρσενογενής: мужского пола, мужской (γένος Aesch.).